μπλούζα

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3

Greek Monolingual

η
1. ένδυμα που καλύπτει το επάνω μέρος του σώματος
2. εξωτερικό ευρύχωρο ένδυμα εργασίας εργατών, μαθητών, γιατρών, νοσοκόμων, ερευνητών εργαστηρίων χημείας ή φυσικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. blouse, άγνωστης προέλευσης].