μπορ

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

το
1. η περιφέρεια του καπέλου που προεξέχει προς τα πλάγια, ο γύρος του καπέλου
2. (γενικά) περίγραμμα
3. μπορντούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bord < φραγκ. bord «περιφέρεια αγγείου»].