μπορ

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353

Greek Monolingual

το
1. η περιφέρεια του καπέλου που προεξέχει προς τα πλάγια, ο γύρος του καπέλου
2. (γενικά) περίγραμμα
3. μπορντούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bord < φραγκ. bord «περιφέρεια αγγείου»].