μπορντούρα
From LSJ
Greek Monolingual
και μπολντούρα, η
1. η άκρη, η παρυφή υφάσματος ή φορέματος
2. το κόσμημα, το γαρνίρισμα με το οποίο στολίζεται η παρυφή
3. πυκνή διακοσμητική σειρά χαμηλών φυτών στην άκρη ή στα χωρίσματα τών κήπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. γαλλ. bordure (< bord
βλ. λ. μπορ)].