μπουκάλα

From LSJ

τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι (Hesiod, Works and Days 289) → But between us and Goodness the gods have placed the sweat of our brows

Source

Greek Monolingual

η
1. μεγάλο μπουκάλι
2. είδος παιχνιδιού
3. φρ. α) «έμεινα μπουκάλα» — έμεινα στη μέση, έμεινα στα κρύα του λουτρού
β) «μέ άφησε μπουκάλα» — μέ άφησε να περιμένω, μέ κορόιδεψε με υποσχέσεις και μέ εγκατέλειψε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπουκάλι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. καλάθα, μαχαίρα)].