μπουσουλώ

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source

Greek Monolingual

-άω
(κυρίως για τα βρέφη) μετακινούμαι χρησιμοποιώντας και τα χέρια και τα πόδια, πάω με τα τέσσερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μπούσουλας. Κατ' άλλη άποψη, η λ. προήλθε από τη ρουμ. επιρρμ. φράση de-a buşilea «με τα τέσσερα»].