μπρατσέρα

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source

Greek Monolingual

και βρατσέρα, η
είδος ιστιοφόρου πλοίου μικρού εκτοπίσματος με ιδιαιτερότητα ως προς τη μορφή του σκάφους και τον εξαρτισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. brazzera].