ιδιαιτερότητα

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source

Greek Monolingual


η ιδιότητα του ιδιαίτερου, το να είναι κάποιος ξεχωριστός από τους άλλους, το να έχει χαρακτηριστικά που δεν τά έχουν άλλοι («το ζήτημα αυτό παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με τα άλλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. specificality (< specifical < μτγν. λατ. specificus «ειδικός, ιδιαίτερος»)].