μυελοσκλήρωση

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. νόσος του μυελού τών οστών που χαρακτηρίζεται από αύξηση τών κολλαγόνων και στη συνέχεια τών δικτυωτών ινιδίων με ταυτόχρονη ατροφία τών κυτταρικών στοιχείων, ιδίως του αιμοποιητικού ιστού.