μυεντερικός

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540

Greek Monolingual

-ή, -ό
ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα και στους μυς («μυεντερικό πλέγμα» — γαγγλιοφόρο νευρικό πλέγμα του εντερικού τοιχώματος μεταξύ επιμήκους και κυκλοτερούς μυϊκής στιβάδας).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myenteric (< μύς + εντερικός)].