μυκητοειδής

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που μοιάζει με μύκητα («μυκητοειδείς θηλές της γλώσσας»)
2. ιατρ. χαρακτηρισμός καταστάσεων του δέρματος, όπως είναι οι διάφορες εξελκώσεις, που παρουσιάζουν εκβλαστήσεις οι οποίες θυμίζουν μύκητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύκης, -ητος + -ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].