μυξιάρης
From LSJ
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
Greek Monolingual
και μυξάρης -άρα, -ικο μύξα
1. αυτός που του τρέχουν συνεχώς οι μύξες, μύξης
2. (ως μειωτικός χαρακτηρισμός) ανίκανος, μηδαμινός, τιποτένιος
3. το ουδ. ως ουσ. το μυξ(ι)άρικο
(περιφρονητικά) καχεκτικό παιδί.