μύξης

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source

Greek Monolingual

και μυξής, θηλ. μυξού μύξα
1. αυτός από τη μύτη του οποίου τρέχουν συνεχώς μύξες, μυξιάρης
2. (ως ονειδιστική προσφώνηση) ανίκανος, τιποτένιος, μηδαμινός.