μυογλοβίνη

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source

Greek Monolingual

η
(βιοχ.) η μυοσφαιρίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ., πρβλ. αγγλ. myoglobine (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + globin < λατ. globus «σφαίρα, θρόμβος»)].