μυοειδής

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek (Liddell-Scott)

μυοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μῦν, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 59.

Greek Monolingual

-ές (Μ μυοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με μυ, αυτός που εμφανίζει δομή μυός και που μπορεί να συσπάται σαν μυς
νεοελλ.
φρ. «μυοειδής όγκος» — όγκος που αποτελείται από λείο μυϊκό ιστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «όργανο του σώματος» + -ειδής].