μυριάδα

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ μυριάς, Μ και μυριάδα)
συν. στον πληθ. οι μυριάδες
1. σύνολο από δέκα χιλιάδες ομοειδείς μονάδες, ο αριθμός 10. 000 («παραλαβέσθαι δραχμῶν ἕκαστον ἀργυρίου δεκαδύο ἥμισυ μυριάδας», Πλούτ.)
2. μεγάλη ποσότητα, πολυάριθμο πλήθος («μυριάδες λαού κατέκλυσαν το στάδιο»)
(μσν. -αρχ.) ως επίθ. αναρίθμητος (μυριάδας πόλεις ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἐκένωσεν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύριος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. μόνος: μονάς)].