μυριότιμος

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐότῑμος Medium diacritics: μυριότιμος Low diacritics: μυριότιμος Capitals: ΜΥΡΙΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: myriótimos Transliteration B: myriotimos Transliteration C: myriotimos Beta Code: murio/timos

English (LSJ)

μυριότιμον, = πολύτιμος, Cyr.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριότῑμος: -ον, μυριάκις τίμιος, πολύτιμος, Ἰω. Δαμασκ. τ. 2, σ. 855Ε.

Greek Monolingual

μυριότιμος, -ον (ΑΜ)
εξαιρετικά πολύτιμος, ατίμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -τιμος (< τιμή)].