μυωνία

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source

German (Pape)

[Seite 224] ἡ, Mauseloch, auch Schimpfwort auf ein geiles Weib, Ael. N. A. 12, 10 aus Epicrat. com.

Greek (Liddell-Scott)

μυωνία: ἡ, (μῦς) ὀπή, φωλεὰ μυῶν, «ποντικοφωληά»· ― ἐντεῦθεν ὀνειδιστικὴ λέξις σημαίνουσα κοινὴν μᾶλλον γυναῖκα, Ἐπικράτης ἐν «Χορῷ» 1, Αἰλ. π. Ζ. 12. 10.