μυόκομμα
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν τῶν ὑπαρχόντων κρατεῖν → Opes tenere, non teneri opibus iuvat → Am besten hast du jede Lage fest im Griff | Am liebsten Herr sein über das Vorhandene
Greek Monolingual
το
ανατ. το μυομερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myocomma (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + κόμμα < κόπτω)].