μυόφορβος

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

Greek Monolingual

μυόφορβος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που τρέφεται με ποντίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -φόρβος (< φορβή < φέρβω «τρέφω»), πρβλ. πολύφορβος].

Russian (Dvoretsky)

μυόφορβος: питающийся мышами Batr.