μωμητικός

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωμητικός Medium diacritics: μωμητικός Low diacritics: μωμητικός Capitals: ΜΩΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: mōmētikós Transliteration B: mōmētikos Transliteration C: momitikos Beta Code: mwmhtiko/s

English (LSJ)

μωμητική, μωμητικόν, censorious, Phld.Ir.p.57 W., Ptol. Tetr.160, Vett.Val.16.22.

Greek (Liddell-Scott)

μωμητικός: -ή, -όν, ψεκτικός, κατακρίνων, Φιλόδημ. περὶ Ὀργ. 1. σ. 60.

Greek Monolingual

μωμητικός, -ή, -όν (Α) μωμητής
αυτός που κατακρίνει, που ψέγει.