νάζι
From LSJ
Greek Monolingual
το
1. προσποιητή χάρη στην κίνηση ή στη συμπεριφορά, φιλάρεσκος τρόπος, σκέρτσο
2. φρ. «κάνει νάζια»
α) προσποιείται ότι αρνείται ή ότι δεν θέλει
β) κάνει ερωτικά σκέρτσα, ερωτικούς ακκισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. naz].