ναπυ

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source

German (Pape)

[Seite 229] υος, τό, att. Form für σίναπι, vgl. Lob. Phryn. 281; im dat. νάπυϊ, Luc. asin. 47; ν. βλέπειν, sauer sehen, Ar. Equ. 631. [Nur sehr Sp. haben α kurz.]