αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
ναρκότης, ἡ (Μ)
1. νάρκωση, νάρκη
2. μτφ. νωθρότητα, αδράνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη, κατά τα θηλ. σε -ότης].