ναυαρχώ

From LSJ

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source

Greek Monolingual

(Α ναυαρχῶ, -έω) ναύαρχος
1. είμαι ναύαρχος, διοικώ στόλο («ἄλλῳ δὲ παρήσομεν οὐδενὶ ναυαρχέειν», Ηρόδ.)
2. είμαι αρχηγός στα πλοιαφέσια.