νεκρανασταίνω

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Greek Monolingual

νεκρανασταίνω)
ανασταίνω νεκρό, επαναφέρω από τον θάνατο στη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + ἀνασταίνω].