ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
(Μ νεκρανασταίνω)ανασταίνω νεκρό, επαναφέρω από τον θάνατο στη ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + ἀνασταίνω].