νεκρολούλουδο

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

το
1. κοινή ονομασία φυτού
2. στον πληθ. τα νεκρολούλουδα
άνθη που τίθενται πάνω στον νεκρό.