νευροστρόφος
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
ὁ, tightener of the strings of a musical instrument, Porph.Gaur.12.1.
Greek Monolingual
νευροστρόφος, ὁ (Α)
αυτός που τεντώνει τις νευρές, τις χορδές μουσικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + -στρόφος (< στρέφω), πρβλ. καλω-στρόφος, χορδο-στρόφος.