νεφοσκεπής

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176

Greek Monolingual

-ές
(για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλυμμένος με σύννεφα, νεφελοσκεπής, συννεφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + -σκεπής (< σκέπω), πρβλ. ουρανο-σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Στ. Ξένο].