νεύρα

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339

Greek Monolingual

νεύρα, ἡ (Μ)
1. νεύρο
2. μυώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του νεῦρον (τὸ) με αλλαγή γένους].