νηφαλιότης

From LSJ

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source

Greek (Liddell-Scott)

νηφᾰλιότης: -ητος, ἡ, ἡ ἀπὸ τοῦ οἴνου ἀποχή, ἐγκράτεια, Ἀθανάσ. Ι. 720C, κλ.

German (Pape)

ητος, ἡ, Nüchternheit, Sp.