Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νιάμα

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

και νιάσμα, το
1. το πρώτο όργωμα χέρσου αγρού
2. χωράφι ή χέρσα γη που καλλιεργήθηκε ή οργώθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. νέαμα < νεῶ (Ι) «πρωτοκαλλιεργώ». Ο τ. νιάσμα < νεάζω «πρωτοοργώνω»].