νικουργός

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source

Greek (Liddell-Scott)

νικουργός: -όν, ὁ ἐργαζόμενος νίκην, νικητής, Ν. Χων. ἐν Σά. Μεσ. βιβλ. τ. Α΄, σ. 119.

Greek Monolingual

νικουργός, -όν (Μ)
ο εργάτης, ο δημιουργός της νίκης, ο νικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + συνδετικό φων. -ο- + -ουργός].