νιτρίτις

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445

Greek Monolingual

νιτρῖτις, -ίτιδος, ἡ (Α)
λίμνη που περιέχει νίτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον + επίθημα -ῖτις (πρβλ. σεληνίτις)].