τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
νομοδόχος: -ον, ὁ, ὁ δεχόμενος τὸν νόμον, Μεθόδ. 369C.
νομοδόχος, ὁ (ΑΜ)αυτός που παραλαμβάνει, που δέχεται τον νόμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. εντολοδόχος].