νοσεύομαι

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσεύομαι Medium diacritics: νοσεύομαι Low diacritics: νοσεύομαι Capitals: ΝΟΣΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: noseúomai Transliteration B: noseuomai Transliteration C: noseyomai Beta Code: noseu/omai

English (LSJ)

Pass., to be sickly, [ἔμβρυα] νενοσευμένα Id.Septim.2.

Greek (Liddell-Scott)

νοσεύομαι: παθ., νοσῶ, εἶμαι νοσηρός, φιλάσθενος, ἔμβρυα νενοσευμένα Ἱππ. 255. 24.

Greek Monolingual

νοσεύομαι (ΑΜ) νόσος
είμαι άρρωστος, νοσώ
μσν.
(για ρούχο) μολύνομαι από αρρώστια.