νοσογόνος

From LSJ

Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig

Menander, Monostichoi, 208

Greek Monolingual

-ο θηλ. και -α
αυτός που προξενεί νόσο («νοσογόνα μικρόβια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. καπνογόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].