νοσολογία

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. κλάδος της ιατρικής ο οποίος περιγράφει γενικά και κατατάσσει συστηματικά τις νόσους με βάση ορισμένα κριτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nosology < νόσος + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Γ. Πρινάρη].