νοσομαχώ

From LSJ

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459

Greek Monolingual

νοσομαχῶ, και νοσημαχῶ, -έω (Μ)
προσπαθώ να καταπολεμήσω νόσο που με βασανίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. μαχαιρομαχώ].