νοσομαχώ
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Greek Monolingual
νοσομαχῶ, και νοσημαχῶ, -έω (Μ)
προσπαθώ να καταπολεμήσω νόσο που με βασανίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. μαχαιρομαχώ].