νοσοποιώ

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source

Greek Monolingual

νοσοποιῶ, -έω (Α) νοσοποιός
1. προκαλώ νόσο
2. μεταδίδω νόσο σε κάποιον.