νοσσοποιέω
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
v. νεοσσοποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
νοσσοποιέω: συγκεκομ. ἀντὶ νεοσσοποιέω, Ἑβδομ. (Ἡσαΐ. ΙΓ΄, 22).
German (Pape)
zusammengezogen statt νεοσσοποιέω, nisten, brüten, LXX.