νταμαρτζής

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

ο
εργάτης σε λατομείο, λατόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νταμάρι + κατάλ. -τζής (πρβλ. ταξιτζής)].