νυκτανθές
From LSJ
αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted
Greek Monolingual
το
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας τών ελαιιδών, που περιλαμβάνει ένα μόνο είδος, το νυκτανθές το λυπηρόδενδρον, με εύοσμα λευκοκίτρινα άνθη, που ανοίγουν τη νύχτα και από τα οποία παράγονται αιθέρια έλαια που χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nyctanthes < νύκτα + -ανθής (< άνθος)].