νυκτανθές

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270

Greek Monolingual

το
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας τών ελαιιδών, που περιλαμβάνει ένα μόνο είδος, το νυκτανθές το λυπηρόδενδρον, με εύοσμα λευκοκίτρινα άνθη, που ανοίγουν τη νύχτα και από τα οποία παράγονται αιθέρια έλαια που χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nyctanthes < νύκτα + -ανθής (< άνθος)].