νυκτανθές

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

το
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας τών ελαιιδών, που περιλαμβάνει ένα μόνο είδος, το νυκτανθές το λυπηρόδενδρον, με εύοσμα λευκοκίτρινα άνθη, που ανοίγουν τη νύχτα και από τα οποία παράγονται αιθέρια έλαια που χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nyctanthes < νύκτα + -ανθής (< άνθος)].