νυκτερευτής
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
νυκτερευτοῦ, ὁ, nocturnal hunter, one who hunts by night or one who fishes by night, Pl.Lg.824.
German (Pape)
ὁ, der bei Nacht Etwas tut, bes. ein Jäger bei Nacht, Plat. Legg. VII.824b.
Russian (Dvoretsky)
νυκτερευτής: οῦ ὁ ночной охотник или рыболов Plat.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερευτής: -οῦ, ὁ, ὁ θηρεύων ἢ ἁλιεύων ἐν καιρῷ νυκτός, Πλάτ. Νόμ. 824B.
Greek Monolingual
νυκτερευτής, o (Α) νυκτερευω
αυτός που κυνηγά ή ψαρεύει κατά τη διάρκεια της νύχτας («νυκτερευτὴν δέ... μηδείς... ἑάσῃ μηδαμοῦ θηρεῦσαι», Πλάτ.).