νυμφοτομώ

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

νυμφοτομῶ, -έω (Α)
τέμνω την κλειτορίδα για να τή μετατοπίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + -τομῶ (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. λιθο-τομώ].