νυχοκόπτης

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

ο
μικρό μεταλλικό εργαλείο για το κόψιμο τών νυχιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχι + -κόπτης (< κόπτω), πρβλ. χαρτοκόπτης].