νωθριάω
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
= νωθρεύομαι I, Dsc.Alex.Praef.
Greek (Liddell-Scott)
νωθρῐάω: νωθρεύομαι, Διοσκ. π. Δηλητ. φαρμ. σ. 12, ἔκδ. Kühn.
German (Pape)
= νωθρεύω, Diosc.