ξέφρενος
From LSJ
ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις → you speak things older than the leather scroll
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που είναι έξω φρενών, που έχασε την ψυχραιμία του και το λογικό του, τρελός
2. αυτός που είναι έξω από τους φραγμούς που επιβάλλει η λογική, έξαλλος («ξέφρενο γλέντι»)
3. (για ταχύτητα, δρόμο) φρενήρης, ιλιγγιώδης («ξέφρενη κούρσα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. ἔκφρων, με επίδραση της λ. φρένες].